- αιματοδιαγνωστική
- Διαγνωστική μέθοδος που βασίζεται στην επιστημονική εξέταση του αίματος. Χρήσιμα διαγνωστικά στοιχεία για τον σκοπό αυτό προσφέρει η έρευνα των φυσικών ιδιοτήτων του αίματος ως προς το χρώμα και την πηκτικότητα (την ταχύτητα δηλαδή και τον τρόπο της πήξης του αίματος). Η έρευνα αυτή μας κατατοπίζει επίσης, σε ό,τι αφορά την αύξηση ή την ελάττωση των ερυθρών και λευκών αιμοσφαιρίων και την εξακρίβωση του αριθμού των αιματοπεταλίων και της παρουσίας ή όχι αιμοκονιών. Εξάλλου η έρευνα αυτή μας πληροφορεί για την ύπαρξη ουρίας, σακχάρου, κρεατίνης, κρεατινίνης και διαφόρων αλάτων στο αίμα και ιδιαίτερα των αλάτων φωσφόρου και ασβεστίου, καθώς και την παρουσία σύφιλης και εχινόκοκκου. Η α. μας προσφέρει επίσης τη δυνατότητα για την αναζήτηση μικροβίων ή παρασίτων μέσα στο αίμα.
Dictionary of Greek. 2013.